Σε ποιον ανήκει ο Μάνος Χατζηδάκις

Είμαι από τους τυχερούς που πήγαν σε συναυλία του ίδιου του Μάνου Χατζηδάκι με την "Ορχήστρα των Χρωμάτων", όσο αυτός ήταν ακόμη εν ζωή.

Σε ποιον ανήκει ο Μάνος Χατζηδάκις
Διαβάζεται σε 2 λεπτά
Πηγή: Capital

Γεώργιος Μάτσος
Του Γεωργίου Ι. Μάτσου*

Είμαι από τους τυχερούς που πήγαν σε συναυλία του ίδιου του Μάνου Χατζηδάκι με την "Ορχήστρα των Χρωμάτων", όσο αυτός ήταν ακόμη εν ζωή. Ήμουν ή μαθητής στη Γ΄ Λυκείου ή πρωτοετής φοιτητής. Είχα αγαπήσει τη μουσική του μέσα από τα γνωστά του τραγούδια. Είχα αγοράσει σε βινύλιο κάποιες εκτελέσεις γνωστών έργων του που άκουγα και ξαναάκουγα, εντυπωσιασμένος από το συναισθηματικό βάθος που ενέπνεαν στον ακροατή τους και από το ηχητικό κάλλος των μελωδιών.

Μόλις λοιπόν προέκυψε συναυλία με τον ίδιο τον Χατζηδάκι να διευθύνει την ορχήστρα του, έσπευσα να προμηθευτώ εισιτήριο. 

Πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση: Η αυστηρή επισήμανση στο εισιτήριο ότι η συναυλία θα ξεκινήσει στην ώρα της.

Δεύτερη έντονη εντύπωση: Ο συνθέτης και μαέστρος μπήκε στον χώρο της ορχήστρας και χαιρέτισε το κοινό σχεδόν με σκληρότητα. Όχι ψυχρότητα, μάλλον σκληρότητα.

Τρίτη και κυριότερη ανάμνηση: Τα κομμάτια που άκουσα δεν μου άρεσαν καθόλου! Δεν θυμάμαι ποια ήταν, διότι δεν γνώριζα κανένα τους. Με το ανύπαρκτο υπόβαθρο που είχα τότε, στην ηλικία των 18-19 ετών, τα κομμάτια που παίχθηκαν στη συναυλία μου φάνηκαν απλά "κουλτουριάρικα". Απογοητεύτηκα.

Αφού εκτελέστηκε το πρόγραμμα, ο μέγας δημιουργός μάς αποχαιρέτισε με όμοια ‘σχεδόν σκληρότητα’.

Πληροφορούμενος αργότερα διάφορα γεγονότα της ζωής του, όπως το ότι φέρεται κάποια στιγμή να πέταξε το Όσκαρ στα σκουπίδια, από όπου φέρεται να το διέσωσε η αδελφή του, κατενόησα καλύτερα τη χατζηδάκεια νοοτροπία. Πέταξε το Όσκαρ στα σκουπίδια, διότι τα "Παιδιά του Πειραιά" απλά δεν του άρεζαν αρκετά. Δεν αντιπροσώπευαν τη μουσική του. 

Τότε κατάλαβα, γιατί τα κομμάτια που είχε επιλέξει για τη συναυλία του που παρακολούθησα, "δεν άρεσαν" σε εμένα: Ο Χατζηδάκις είχε μουσικό ταλέντο που μπορούσε να παραγάγει μουσική πολύ πιο προχωρημένη από τη μουσική αισθητική του μέσου ανθρώπου.

Ο ίδιος είχε επίγνωση των ικανοτήτων του. Εξ ου και η αυστηρή έως υπεροπτική συμπεριφορά του απέναντι στο κοινό του. Οι "εύκολες" και για "λαϊκή κατανάλωση" δημιουργίες του που αγαπήθηκαν ευρέως, δεν ήταν αυτό που μπορούσε να κάνει, δεν ήταν αυτό που τον εξέφραζε. Είχε γράψει το "Μην το ρωτάς στον ουρανό", κατ’ εμέ την ωραιότερη κοσμική μελαγχολική μελωδία του πλανήτη, μέσα σε δέκα λεπτά, καθώς η Τζένη Καρέζη βιαζόταν να προλάβει την πτήση για Κρήτη όπου γυρίζονταν η ταινία "Το νησί των γενναίων". 

Όταν τέτοια αριστουργήματα βγαίνουν σε δέκα λεπτά, πώς να μην τα θεωρείς "της σειράς" για τα δεδομένα σου;

Καλύτερα όλων γνωρίζει την εντελώς ιδιαίτερη χατζηδάκεια νοοτροπία ο γιος του και κληρονόμος του, που δικαιολογημένα θεωρεί εαυτόν θεματοφύλακα αυτής της νοοτροπίας και δια βίου υπόχρεο να την διατηρήσει και προστατέψει. Προφανώς τοποθετεί ό,τι θεωρεί υπαρξιακό ηθικό του καθήκον πιο πάνω από το οικονομικό όφελος των δικαιωμάτων μιας συναυλίας.

Όμως… Υπάρχει και "όμως": Ένας καλλιτέχνης του μεγέθους του Χατζηδάκι, όπως και κάθε μεγάλος καλλιτέχνης, δεν ανήκει μόνον στους κληρονόμους του. Ανήκει και στην ανθρωπότητα. 

Καλώς ή κακώς, τα έργα ενός μεγάλου μουσικοσυνθέτη, θα παιχτούν παντού. Αναπόφευκτα θα καταστούν αντικείμενο διασκευών, διαφορετικής ενορχήστρωσης, αλλοιώσεων και μεταχείρισης με τρόπο όχι πάντα σύμφωνο με τη θέληση του δημιουργού τους.

Πώς θα αισθανόταν άραγε ο Μπετόβεν με τη "ντίσκο" εκτέλεση της 5ης Συμφωνίας στο "Saturday night fever"; Τέτοιες αλλοιώσεις θέλει προφανώς να αποφύγει ο Γιώργος Χατζηδάκις και επιδεικνύει την αυστηρότητα που θα επεδείκνυε και ο πατέρας του στη χρήση του έργου του.

Υπερισχύει λοιπόν η θέληση του δημιουργού και των κληρονόμων του έναντι της ανθρωπότητας; Όχι ακριβώς. Ο ευρωπαίος νομοθέτης στο άρθρο 1 παρ. 1 της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ (πρώην Οδηγία 93/98/ΕΚ), ενσωματωμένης στο άρθρο 29 παρ. 1 ν. 2121/93, έχει περιορίσει χρονικά τα περιουσιακά και ηθικά δικαιώματα των κληρονόμων, στα 70 χρόνια από τον θάνατο του δημιουργού. Η επιβολή της θέλησης του δημιουργού διαρκεί όσο ζει ο ίδιος συν 70 χρόνια μετά τον θάνατό του.

Καθώς λοιπόν ο Μάνος Χατζηδάκις πέθανε το 1994, η ισχύς των πνευματικών δικαιωμάτων του γιου του θα λήξει στις 31 Δεκεμβρίου του έτους 2064. Σε 39 δηλαδή χρόνια από σήμερα. Τότε πια θα μπορεί καθένας να πάρει το έργο του μέγιστου δημιουργού και να το παίξει σε όποια συναυλία θέλει, να το διασκευάσει, να το κάνει ντίσκο ή ροκ, να το ενορχηστρώσει όπως ποτέ δεν θα ενέκρινε ο δημιουργός. Ακόμη και με τρόπο που θα έκανε να ‘τρίζουν τα κόκκαλά του’. Και που σίγουρα θα έβρισκε κάθετα αντίθετο τον υπερήλικα, τότε πια, Γιώργο Χατζηδάκι, που ευχόμαστε να μακροημερεύει και πέρα από εκείνη την ημερομηνία.

Η παραπάνω προσέγγιση, όντας νομική, δεν δίδει απάντηση στο αυτοτελές ηθικό ερώτημα του τίτλου, καθώς Ο νόμος δεν έχει αυτοτελή ηθική ισχύ. Ποια είναι λοιπόν η ορθή θέση και για την ουσία; Ποιος έχει δίκιο: Ο Γιώργος Χατζηδάκις ή όσοι θέλουν να εκτελέσουν τα έργα του πατέρα παρά τη θέληση του γιου;

Ίσως όμως τελικά ο ευρωπαϊκός νόμος έχει επιλύσει και ηθικά ορθώς το ζήτημα. Υφίστανται τόσο το δικαίωμα των κληρονόμων να διαφυλάξουν αυθεντικώς τη βούληση του δημιουργού, όσο και η ιδιοποίηση του μεγάλου καλλιτέχνη από όλη την ανθρωπότητα.

Είναι λοιπόν μάλλον καλούτσικη η ισορροπία του κανόνα ισχύος των πνευματικών δικαιωμάτων επί 70 χρόνια μετά τον θάνατο του δημιουργού. Διότι Ισορροπεί αφενός το μετά θάνατον δικαίωμα του δημιουργού δια των κληρονόμων του πάνω στο έργο του, με το αναντίρρητο αφετέρου γεγονός ότι η τέχνη είναι κτήμα όλης της ανθρωπότητας και όχι μόνον του δημιουργού της. Τέχνη και υλικά πράγματα δεν είναι το ίδιο. Χωράφια και σπίτια μπορούν να κληρονομούνται εις το διηνεκές, η τέχνη όμως όχι.

Έχει νόημα λοιπόν ο αγώνας του Γιώργου Χατζηδάκι να διατηρηθεί αναλλοίωτος ο χαρακτήρας του έργου του πατέρα του, αφού έτσι κι αλλιώς αργότερα τα πράγματα θα αλλάξουν;

Σαφώς και έχει. Ο κανόνας των 70 ετών συμπίπτει χονδρικά με το προσδόκιμο ζωής της πρώτης γενιάς κληρονόμων. Αυτών δηλαδή που βίωσαν τον δημιουργό και τις επιθυμίες του και δικαιούνται να απαιτούν σεβασμό στην ακριβή βούλησή του. Η κοινωνία οφείλει να σεβαστεί τη σχέση αυτή κληρονόμων και δημιουργού. Και να αναγνωρίσει ότι το δικαίωμα της πρώτης γενιάς κληρονόμων πάνω στο έργο του δημιουργού υπερισχύει έναντι του συνόλου.

Όσοι τυχόν έχουν αντίθετη άποψη, καλώς την έχουν. Όμως θα κάνουν 39 ακόμη χρόνια υπομονή.

*Δ.Ν., Δικηγόρος