Της Βίκυς Κουρλιμπίνη
"Η χρηματοδότηση του φαρμάκου στην Ελλάδα παραμένει εγκλωβισμένη σε έναν φαύλο κύκλο που ξεκίνησε από την εποχή των μνημονίων. Ο έλεγχος της ζήτησης φαρμάκων παραμένει ελλιπής, ενώ η δημόσια χρηματοδότηση δεν ακολουθεί τον ρυθμό αύξησης της συνολικής δαπάνης, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι αναγκαστικές επιστροφές από τις φαρμακευτικές, υπό τη μορφή του clawback".
Τα παραπάνω τονίστηκαν σε συνέντευξη τύπου του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος, όπου παρουσιάστηκε η μελέτη της Deloitte "Κοιτώντας μπροστά: Ένας οδικός χάρτης για τη φαρμακευτική πολιτική στην Ελλάδα".
Η μελέτη χτυπά καμπανάκι κινδύνου: Εάν δεν υπάρξει αποτελεσματική διαχείριση της ζήτησης, της συνταγογράφησης και της δημόσιας χρηματοδότησης, η συνολική φαρμακευτική δαπάνη μπορεί να φτάσει τα 10,5 δισ. ευρώ έως το 2028, από 8,9 δισ. που εκτιμάται για το 2025 και 8,5 δισ. ευρώ το 2024.
Με βάση εκτιμήσεις, για το 2024, οι αναγκαστικές επιστροφές θα ανέλθουν σε 4,6 δισ. ευρώ ποσοστό 54% επί του συνόλου της φαρμακευτικής δαπάνης, ενώ για φέτος αναμένεται να φτάσουν τα 4,9 δισ.

Οι φαρμακευτικές ζητούν τη μείωση των υποχρεωτικών επιστροφών και εκπτώσεων, clawback και rebates, σε ποσοστό περίπου 40%. Αυτό θα επαναφέρει το σύστημα στα επίπεδα του 2020, που αποτέλεσαν και τη βάση για το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Εάν δεν εφαρμοστούν άμεσα δομικά μέτρα, όπως σημειώνει η φαρμακευτική αγορά, η δαπάνη κινδυνεύει του φαρμάκου να φτάσει σε μη βιώσιμα επίπεδα, με σοβαρές συνέπειες για τον κλάδο αλλά και κυρίως για την πρόσβαση των ασθενών στις απαραίτητες θεραπείες και στα νέα και καινοτόμα φάρμακα.
Όπως τονίστηκε, η Ελλάδα εμφανίζει τα υψηλότερα ποσοστά επιστροφών, ενώ παράλληλα καταγράφει από τις χαμηλότερες τιμές πρωτοτύπων στην Ευρώπη. Παρά τις αυξήσεις στη δημόσια δαπάνη τα τελευταία χρόνια, οι επιστροφές συνεχίζουν να κινούνται ανοδικά. Επιπλέον, το κόστος κοινωνικών και προνοιακών πολιτικών καλύπτεται σε μεγάλο βαθμό από τη φαρμακευτική βιομηχανία.
Η χώρα μας, όπως υπογραμμίστηκε, καλείται σήμερα να αντιμετωπίσει και διεθνείς προκλήσεις. Η κατά κεφαλήν δημόσια χρηματοδότηση παραμένει σημαντικά χαμηλότερη σε σχέση με άλλες χώρες, ενώ από το 2020 έως το 2022 η χώρα κατέγραψε τη μεγαλύτερη αύξηση συνολικής δαπάνης (22%) και την πιο χαμηλή αύξηση δημόσιας δαπάνης (5%) μεταξύ των νότιων και άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Οι παγκόσμιες πιέσεις στην καινοτομία, οι αλλαγές στις επενδυτικές προτεραιότητες και ο ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ, Κίνας και Ευρώπης θέτουν επιπλέον προκλήσεις για τη βιωσιμότητα της φαρμακευτικής καινοτομίας στην Ελλάδα.
Η Deloitte προτείνει τον μετασχηματισμό του συστήματος γύρω από τρεις στρατηγικούς άξονες: την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού, τον έλεγχο της δαπάνης και την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, καθώς και την ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας και την έμφαση στην πρόληψη.
Το άρθρο έχει 20 σχόλια
Γράψτε το σχόλιο σας