Η θέση των τραπεζών για το πόρισμα Επιτροπής Ανταγωνισμού – τι συνέβη με τα επιτόκια

Η επάρκεια της ρευστότητας, οι καταθέσεις προς τα δάνεια, το κόστος του χρήματος και ο ανταγωνισμός διαμορφώνουν τα επιτόκια.

Διαβάζεται σε 2 λεπτά

Του Νίκου Κωτσικόπουλου

Με γραπτό υπόμνημα μέχρι τις 16 Φεβρουαρίου 2026 ή με συμμετοχή σε τηλεδιαβούλευση εντός του Φεβρουαρίου σε ημερομηνία που θα ορίσει η Επιτροπή Ανταγωνισμού, θα καταθέσουν τις θέσεις τους οι τράπεζες και όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη στην Επιτροπή για να καταρτίσει την τελική έκθεση.

Η ενδιάμεση έκθεση που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα περιλαμβάνει και τις απόψεις των τραπεζών τουλάχιστον για τα βασικά ζητήματα που αφορούν τα επιτόκια καταθέσεων, αν όχι για το σύνολο των ζητημάτων που άπτονται των επιτοκίων. Επίσης οι θέσεις των τραπεζών έχουν γνωστοποιηθεί παλαιότερα και μέσω ανακοινώσεων της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, όπως για παράδειγμα το καλοκαίρι του 2023. 

Τότε για παράδειγμα, η Ένωση Τραπεζών, σημείωνε ότι στον υπολογισμό των spread δηλαδή των περιθωρίων μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και δανείων "η ΕΚΤ και η ΤτΕ λαμβάνει υπόψη στο κόστος των καταθέσεων, το σύνολο των καταθέσεων πρώτης ζήτησης (ταμιευτηρίου και όψεως) που τιμολογούνται σε όλη την Ευρώπη πολύ χαμηλά, πρακτικά κοντά στο 0%".

Η Ένωση Τραπεζών σημείωνε επίσης για εκείνη την περίοδο που τα επιτόκια της ΕΚΤ αυξάνονταν μεταξύ Ιουλίου 2022 και Ιουνίου 2024, το πλαφόν του επιτοκίου στα στεγαστικά δάνεια (δηλαδή το επιπλέον κόστος που αναλάμβαναν οι τράπεζες εκείνη την περίοδο). Πλέον του παγώματος των επιτοκίων στα στεγαστικά όμως ανέφερε:

-"Το spread μειώνεται σταδιακά, κυρίως μετά τις πρόσφατες αυξήσεις στα επιτόκια των νέων προθεσμιακών καταθέσεων από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα.

-Η απόκλιση μεταξύ Ελλάδας και Ευρωζώνης περιορίζεται, τόσο στα επιτόκια των νέων προθεσμιακών καταθέσεων, όσο και στο spread, παρόλο που το κόστος δανεισμού από τις κεφαλαιαγορές είναι για τις Ελληνικές τράπεζες πολύ υψηλότερο από το αντίστοιχο άλλων χωρών".

-Τον Ιούνιο του 2023, ότι το περιθώριο του συνολικού κόστους νέου δανεισμού για ιδιώτες σε σχέση με τις νέες προθεσμιακές καταθέσεις ιδιωτών με συμφωνημένη διάρκεια άνω του ενός έτους, ήταν μεγαλύτερο στην Ελλάδα (2,32%) σε σχέση με το μέσο όρο της Ευρωζώνης (1,16%).

Επίσης οι τράπεζες ανέφεραν ότι:

-Τα αυξημένα επιτοκιακά περιθώρια είναι απαραίτητα για τη διασφάλιση της οργανικής κερδοφορίας, ειδικά μετά από μια μακρά περίοδο κρίσης και την ανάγκη για ενίσχυση των κεφαλαίων τους.

-Η ΕΚΤ, άρχισε να μειώνει ξανά τα επιτόκια παρέμβασης τον Ιούνιο 2024 μέχρι τον Ιούνιο 2025, επηρεάζοντας αναλόγως τις τράπεζες στην Ευρώπη και την Ελλάδα. 

Ο παράγοντας του κόστους και η "αδράνεια"

Ανεξάρτητα από άλλα ζητήματα όπως ο ανταγωνισμός ή το είδος της κατάθεσης, υψηλόβαθμα τραπεζικά στελέχη ανεφεραν στο Capital.gr ότι βασικό στοιχείο της τιμολόγησης των καταθέσεων είναι πάντα το κόστος των τραπεζών. Κόστος χρηματοδότησης από την αγορά ή με δάνεια στην ΕΚΤ (TLTRO), κόστος έκδοσης ομολόγων MREL, κόστος καταθέσεων και κόστος για την εκκαθάριση των κόκκινων δανείων και τη δημιουργία του απαραίτητου κεφαλαίου. 

Οι ελληνικές τράπεζες έκαναν τις μεγαλύτερες τιτλοποιήσεις κόκκινων δανείων την περίοδο 2021 και 2022 (Ηρακλής1 και Ηρακλής 2), ακολούθως το 2023, ενώ συνεχίστηκαν μέχρι φέτος με τον Ηρακλή 3 και μείωσαν τα κεφάλαιά τους. 

Όπως παρουσιάζεται στην ενδιάμεση έκθεση της Επιτροπής σε πίνακα με στοιχεία SSM, το 2019 οι ελληνικές τράπεζες έχουν δείκτη ιδίων κεφαλαίων CET1, 16,36% και στην Ευρωζώνη ο μέσος δείκτης είναι 14,78%. Όταν όμως οι τράπεζες αρχίζουν τις τιτλοποιήσεις και αναγνωρίζουν τα κόκκινα δάνεια, ο δείκτης ιδίων κεφαλαίων το 2021, υποχωρεί στην Ελλάδα στο 12,80% από έναντι 15,48% στην Ευρωζώνη (στοιχεία SSM).

Το 2022 όμως ο δείκτης CET1  των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών στην Ελλάδα ανεβαίνει στο 14,78% παρά το γεγονός ότι οι τράπεζες συνεχίζουν να τιτλοποιούν, να εκκαθαρίζουν τους ισολογισμούς τους κι επίσης να βγάζουν κέρδη. Στα ίδια κεφάλαια περιλαμβάνονταν (και ακόμα σήμερα), κεφάλαια από τον αναβαλλόμενο φόρο DTC που πρέπει να εξαλειφθούν, ενώ οι τράπεζες με την άνοδο των επιτοκίων είχαν να επιστρέψουν δάνεια στην ΕΚΤ που γίνονταν ακριβότερα (TLTRO). 

Όσο για την αδράνεια των καταθετών, οι καταθέτες λιανικής διαμαρτύρονται για τη γραφειοκρατία σε ένα απλό άνοιγμα λογαριασμού ή σε μία απλή επικαιροποίηση με την επίσκεψη στην τράπεζα να γίνεται κατόπιν ραντεβού. 

Επίσης, "με βάση τα στοιχεία του ΤΕΚΕ, περί το 70% των καταθετών μίας τράπεζας έχουν σε κάποια τράπεζα καταθέσεις κάτω των 1.000 ευρώ και περί το 13% έχουν από 1.000 έως 5.000 ευρώ, ενώ περί το 16% καταθέσεις άνω των 5.000". 

Όμως καταθέσεις 1.000 ευρώ δεν γίνονται προθεσμιακές και τα επιμέρους ποσά πρέπει να συγκεντρωθούν σε έναν λογαριασμό για να αποδώσουν. 

Τι είπαν οι τράπεζες στην Επιτροπή Ανταγωνισμού 

Όπως αναφέρει η Επιτροπή στην ενδιάμεση έκθεσή της, οι τράπεζες υποστήριξαν ότι "το ύψος των επιτοκίων καταθέσεων που προσφέρουν στους καταθέτες τους εξαρτάται αφενός από τα χαρακτηριστικά της κατάθεσης και αφετέρου από την αντίστοιχη τιμολόγηση των ανταγωνιστών". 

Λέει η Επιτροπή: "Αναφέρονται και άλλοι παράγοντες, ευρύτερου χαρακτήρα τόσο σε επίπεδο τράπεζας και κλάδου όσο και μακροοικονομικού χαρακτήρα, οι οποίοι εν τέλει μαζί με τα επιμέρους χαρακτηριστικά των καταθετικών προϊόντων οδηγούν στην τελική διαμόρφωση των επιτοκίων". 

Σημειώνει ότι "οι τράπεζες που συμμετείχαν στην έρευνα ανέδειξαν τον σημαντικό ρόλο που παίζουν η επάρκεια ή μη ρευστότητας που διαθέτει η κάθε τράπεζα και η διαθεσιμότητα καταθέσεων (όπως αυτή εκφράζεται από την αναλογία δανείων προς καταθέσεις (loan to deposit ratio) καθώς και το κόστος χρηματοδότησης που αντιμετωπίζουν"  

Με βάση στοιχεία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών που παρουσιάζονται, το 2019 τα δάνεια έφθαναν το 89.51% των καταθέσεων σε συστημικές τράπεζες ενώ το 2024 ο δείκτης δανείων προς καταθέσεις ήταν στο 60,6%. 

Οι τράπεζες είχαν τότε πολλά κόκκινα δάνεια και δεν έδιναν νέα δάνεια, ενώ οι καταθέσεις ήταν στο εξωτερικό και στο στρώμα. Σήμερα οι καταθέσεις έχουν επιστρέψει και οι εταιρίες διαχείρισης έχουν αναλάβει 79,4 δισ. ευρώ κόκκινων δανείων που έφυγαν από τις τράπεζες.

"Όλες οι τράπεζες που συμμετείχαν στην έρευνα ανέδειξαν την υφιστάμενη πλεονάζουσα ρευστότητά τους ως έναν εκ των βασικότερων παραγόντων που λειτουργούν αποτρεπτικά για την αύξηση των καταθετικών επιτοκίων, δίνοντας μάλιστα ιδιαίτερη έμφαση στην αναλογία δανείων προς καταθέσεις (loan-todeposit ratio)". 

Τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ χαρακτηρίζονται, ως "θεμελιώδη για τον υπολογισμό των επιτοκίων καταθέσεων καθώς επηρεάζουν το κόστος, δανεισμού για τις τράπεζες και την αποδοτικότητα των επενδύσεών τους, οι ανάγκες ρευστότητας της τράπεζας, οι αποδόσεις που μπορεί να επιτύχει η τράπεζα από τη διάθεση των κεφαλαίων σε δάνεια ή άλλες επενδύσεις".

Τέλος το "Κανονιστικό Πλαίσιο, όπως οι απαιτήσεις ρευστότητας και κεφαλαιακής επάρκειας, οι οποίες επηρεάζουν την ανάγκη της τράπεζας για πρόσθετη ρευστότητα και κεφάλαια. Αν ο κίνδυνος αυξηθεί, τα επιτόκια μπορεί να αυξηθούν για να αντισταθμιστεί ο κίνδυνος διατήρησης της ρευστότητας και των κεφαλαίων".